οι εκτελέσεις

«Μοιρολογούσαν κλαίγανε. Έρχεται ο θειός μου, μας αγκαλιάζει - τη θυμάμαι τη σκηνή - μας αγκαλιάζει, μας λέει να φύγουμε αύριο πρωί παιδιά, λέει, να φύγουμε να πάμε κάτω. Τί συμβαίνει θείε; Λέει: κάτι, λέει, ο μπαμπάς έπαθε - Τι να πει! Εντωμεταξύ είχαν γίνει οι εκτελέσεις. Επίσημα ήταν εκτελεσμένος, αλλά ανεπίσημα δεν είδανε κανέναν από τους νεκρούς ή από αυτούς που πήγαν στο Χαϊδάρι για να τους στείλουν στη Γερμανία. και είχανε πέσει τα σαΐνια εδώ πέρα οι προδότες, οι ταγματασφαλίτες οι οποίοι ήταν πάρα πολλοί και ειδικά Μανιάτες, που ήταν πελάτες μας - ξέρεις ο φούρναρης ήτανε το κέντρο των μαγαζιών, σαν τον μπακάλη - και τις λέγανε “κυρά Μαρία, είναι στο Χαϊδάρι. Για να βγουν από κει να δώσουμε μερικές λίρες στους Γερμανούς”. Έδινε η μάνα μου ό,τι είχε. Έδινε και έδινε και έδινε. Ένας από αυτούς, φαίνεται τον έπιασε το φιλότιμο και, της λέει, μετά από κάμποσες μέρες, «κυρά Μαρία Μην παιδεύεσαι. Εκτελέστηκε».


«Αλλά όταν ήρθαμε εκεί πέρα και φτάσαμε. Θυμάμαι ήταν η μάνα μου. Μας αγκάλιασε έτσι. Και μάλιστα κάθισε. Γιατί δεν άντεχε, έτσι φαίνεται. Κάθισε και ανέβηκα εγώ στο πόδι, στο πόδι της εδώ, στα πόδια της, και ο αδερφός μου από δίπλα, ήμουν και μισή μερίδα εγώ οπότε έτσι, και θυμάμαι όπως μας αγκάλιασε έτρεμε το σαγόνι της. Αυτό μου έχει κάνει εντύπωση. [του του του του του του του του του] διότι [ ξανά ο ήχος] δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει [ ξανά ο ήχος]. Αυτό ήτανε. Καλά το κλάμα…και μετά πάντοτε μοιρολογούσε».


ΤΕΛΟΣ; Η διαδρομή αυτή έφτασε στο τέλος της. Μπορείτε να αρχίσετε μια άλλη διαδρομή ξαναγυρνώντας στην αρχή ή ξεκινώντας από ένα άλλο σημείο από το οποίο έχετε ήδη περάσει!